- αεριτζίδικος
- -η, -ο [αεριτζής]εκείνος που γίνεται από αεριτζή ή με τον τρόπο αεριτζή, εκείνος δηλαδή που γίνεται με «αέρα», με απάτη, ο εικονικός, ο ψεύτικος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αεριτζής — ο (θηλ. ού και ίνα) 1. εκείνος που συμμετέχει σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις χωρίς να διακινδυνεύει προσωπικό κεφάλαιο, εκείνος δηλαδή που αμείβεται με «αέρα» 2. (ειδικότ.) εκείνος που παίζει με «αέρα» (προσυμφωνημένη αμοιβή ή ποσοστά επί τών… … Dictionary of Greek